νεαμελγής

νεαμελγής
νε-ᾰμελγής, ές,
A newly milked, Paul.Aeg.4.1.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • νεαμελγής — νεαμελγής, ές (Μ) (για το γάλα) αυτό που έχει αρμεχθεί πρόσφατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + ἀμέλγω «αρμέγω»)] …   Dictionary of Greek

  • νεαμελγεῖ — νεαμελγής newly milked masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) νεαμελγής newly milked masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νε(ο)- — και νιο [ΑΜ νε(ο) ] α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. νέος και στον νεοελλ. τ. νιος. Δηλώνει τις σημασίες: α) τού πρόσφατου, αυτού που έχει συντελεστεί προ ολίγου (πρβλ. νεο σφαγής, νιό βγαλτος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”